Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θέριτος — θέριτος, ὁ (Μ) [θέρος] ο θερισμός … Dictionary of Greek
θεριτός — θεριτός, ὁ (Μ) [θέρος] ο καιρός τού θερισμού … Dictionary of Greek